- ἦμες
- ἦμες, [dialect] Dor. for ἦμεν, [ per.] 1pl. [tense] impf. of εἰμί (A sum).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἦμες — εἰμί sum imperf ind act 1st pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωριείς — Ένα από τα τέσσερα αρχαία ελληνικά φύλα, που κατά το τέλος του 12ου αι. π.Χ. ξεκίνησε από την Ήπειρο, όπου ζούσε σε πρωτόγονες, ημινομαδικές συνθήκες, μετακινήθηκε προς τα Ν και εξαπλώθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας και των… … Dictionary of Greek
es- — es English meaning: to be Deutsche Übersetzung: ‘sein” Note: Root es : “to be” derived from Root eĝ , eĝ(h)om, eĝō : “I” [O.Ind. ásmi “I am” = ahám (*eĝ(h)om) “I”] Grammatical information: copula and verb substantive;… … Proto-Indo-European etymological dictionary